πυρογαλλόλη

πυρογαλλόλη
η, Ν
χημ. κυκλική αρωματική οργανική ένωση, τριφαινόλη, γνωστή και ως πυρογαλλικό οξύ και ως 1, 2, 3τριυδροξυ-βενζόλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pyrogallol < pyrogallic (βλ. πυρογαλλικός) + κατάλ. τής χημ. ορολογίας -οl].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πυρογαλλικός — ή, ό, Ν φρ. «πυρογαλλικό οξύ» χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης πυρογαλλόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. pyrogallic < pyro (< πυρ) + gallic (πρβλ. γαλλικό οξύ). Η λ., στον λόγιο τ. πυρογαλλικόν (οξύ) μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • τριυδροξυβενζόλιο — το, Ν άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης πυρογαλλόλη …   Dictionary of Greek

  • γαλλικό οξύ — Αρωματικό οξύ με εμπειρικό μοριακό τύπο C7H6O5. Είναι τριϋδροξυλιωμένο παράγωγο του βενζοϊκού οξέος –περιέχει τα υδροξύλια στις θέσεις 3, 4, 5: (ΗΟ)3C6H2 COOH (3, 4, 5 – τριϋδροξυβενζοϊκό οξύ)– και ανακαλύφθηκε από τον Σουηδό χημικό Καρλ Βίλεμ… …   Dictionary of Greek

  • φαινόλες — Αρωματικές οργανικές ενώσεις που χαρακτηρίζονται από την παρουσία στο μόριό τους μιας ή περισσότερων υδροξυλικών ομάδων. Οι φ. μπορούν να θεωρηθούν παράγωγα των αρωματικών υδρογονανθράκων, αφού σε αυτά αντικαθίστανται ένα ή περισσότερα από τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”